περδίκι — Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι τέσσερις μικρότεροι οικισμοί, το Πλουμάρι (κάτ., υψόμ. 340 μ.), το Κιόνιο (κάτ … Dictionary of Greek
Πέρδικι — Πέρδιξ partridge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρδικι — πέρδῑκι , πέρδιξ partridge masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικίτου — περδικί̱του , περδικίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεπερδικώνω — συνέρχομαι από νόσο, γίνομαι περδίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + περδίκι] … Dictionary of Greek
Agios Kirykos — Stadtgemeinde Agios Kirykos (1964–2010) Δήμος Αγίου Κηρύκου … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Ikaria — Die Gemeinde Ikaria (griechisch Δήμος Ικαρίας) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden Agios Kirykos, Evdilos und Christos Raches der griechischen Insel Ikaria zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… … Deutsch Wikipedia
PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
περδίκιον — τὸ, ΜΑ βλ. περδίκι … Dictionary of Greek